μητροκτονίαν

μητροκτονίαν
μητροκτονίᾱν , μητροκτονία
matricide
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μητροκτονία — η (Α μητροκτονία) [μητροκτόνος] η πράξη τού μητροκτόνου, ο φόνος τής μητέρας από το ίδιο το παιδί της («τὴν Ὀρέστου μητροκτονίαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”